- χρυσοκάρηνος
- χρῡσο-κάρηνος [pron. full] [ᾰ], ον, [dialect] Dor. [suff] χρῡσό-ᾱνος,A with head of gold, E.HF 375 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσοκάρηνος — και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή κεφαλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθο κάρηνος] … Dictionary of Greek
χρυσοκάρανον — χρῡσοκάρᾱνον , χρυσοκάρηνος with head of gold masc/fem acc sg (doric) χρῡσοκάρᾱνον , χρυσοκάρηνος with head of gold neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)